Sunday, March 12, 2006




Μια σελίδα απ’ το ημερολόγιο μιας φίλης μου που εξαφανίστηκε

Άστε με να γράψω μαλάκες που μου στερείτε την έμπνευσή μου…

1:03

Γιατί όταν με σήκωσε ψηλά έξω μες την πανσέληνο, με κόλλησε πάνω στον τοίχο και με φίλαγε σαμπώς και είναι το τέλος του κόσμου! Φιλιά γεμάτα φθόνο με ανάμιξη πιοτού φτηνού, αλλά δεν με ένοιαζε. Τον ψώνισα από τον δρόμο, ήρθε και καλά να με ρωτήσει προς τα πού να πάει για να φτάσει κάπου, που μετά αποδείχτηκε ότι ήξερε πολύ καλά που πήγαινε.

Έπειτα ήρθαν τα ναρκωτικά…Ναι έφυγε για μια στιγμούλα και επέστρεψε δριμήτερος αλλά πιο ψυχρός, που προσπαθούσε να βρει μέσα μου έρωτα, λαγνεία πόθο! Εγώ σπαρταρούσα σαν ψάρι μες το σώμα του, μάλλον έξω από τα νερά μου, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ περίμενα μήνες αυτή τη λάμψη που θα με έσωζε από τη ρουτίνα.

Κάθησα χάμω στο κρύο και δεν με ένοιαζε, πέταξα μακριά το πορτοφόλι μου να μην το βρει, γιατί στην ουσία κάποιος μεθυσμένος βιαστής ήταν, παρόλο που ήθελα να πιστεύω πιο ρομαντικά πράγματα…

Κι όμως δεν υπάρχει βιασμός άμα υπάρχει συνένεση: Εγώ συνένεσα 100 % στις άσελγες, άσεμνες πράξεις του, γιατί γούσταρα να γαμηθώ με …Θα σας πω πιο μετά με τι πάντως συνουσία σάρκικη γιοκ, ότι κάναμε όμως άξιζε χίλιες συνουσίες ταυτόχρονα γιατί ήταν (τουλάχιστο για μένα) καινούργιο…

Του έγλυφα το λαιμό και μια ακατάσχετη αλμύρα που γέμισε τον ουρανίσκο…Αφινόμουν να μου λέει χαλάρωσε να σε ταξιδέψω και έμπαινε μέσα στα μάτια μου, μέσα στ’ αυτιά μου με τη γλώσσα του, έδειχνε να ψάχνει ένα σημείο μέσα μου, τρωτό να εισχωρήσει η ασθένειά του, άτοιχος ο … γιατί δεν υπήρχε τρωτό σημείο! Είχα είδη πριν μέρες, ή μάλλον αιώνες θα έλεγα μυηθεί στη μαγεία του σκοταδιού, και περίμενα απλά ένα απ’ τα παιδιά της να με καταρρακώσει με τις παράνοιες του.

Και ήρθε ο…

Του είπα ότι θα λυποθυμήσω, τον ήθελα, ξαφνικά με έπιασε μια μανία να τον ξεπεράσω: Εισχώρησα την άκρια της γλώσσας μου βαθυά μέσα στο δεξί του ρουθούνι, παρά τρίχα να του σπάσω το ρυνικό διάφραγμα, πόνεσε, ερεθίστηκε, του άρεσε και μετά, γύρισα και τον δάγκωσα δυνανατά στο λαιμό!

Άνοιξα την πόρτα του γκαράζ, και μπήκαμε στο σκοτάδι, στην αρχέγονη μήτρα, στο υποσυνείδητο, στο χάος της ατέλειωτης κόλασης της έλλειψης του φωτός!

Τον ρώτησα τι είναι και φοβήθηκε να μου πει τι πραγματικά είναι, τι πραγματικά είμαστε! Και ήρθε το σκοτεινό φιλί, αμοιβαίο σαν συμβόλαιο στην σχολή των βρυκολάκων: Να γυρίζει να μου δαγκώνει το λαιμό με λαιμαργία και ταυτόχρονα να του ρουφώ όποια δύναμη ή ενέργεια είχε, λίγη κοκαΐνη μέσα στον ουρανίσκο μου, και μετά η έκσταση να μας ακουμπάει και να θέλουμε να πεθάνουμε επί τόπου για να μην ξανανιώσουμε την ανάγκη να βιώσουμε παρόμοιο συναίσθημα…

Ανάβουμε νευρικά τσιγάρο

Σχεδόν πανσέληνος, τελικά όπως έμαθα γιατί ηλεκτριζόταν…Σκιρτούσε και παρέμβαλε καθώς μίλαγε κάτι ακαταλαβίστηκα, δεν θέλω να τον… δεν θέλω να τον… αχλις τα μα ρε αχλις τε μερι και…

Άρχισε να με φιλά και ανακάλυψα τους ‘’κυνόδοντες’’ τους μεγάλους, τους έγλυφα, έπαιζα μαζί τους, αυτός συνέχεια να με ενοχλεί στα επίμαχα, να με ανεβάζει και να με κατεβάζει ανάλογα με τις διαθέσεις του…

Και να συνεχίζουμε για ώρες, να συνεχίζει ιδρώτας, δάκρυα, να συνεχίζει ιδρώτας, δάκρυα και η μανία να ανακαλύψουμε τις φλέβες μας, τα κύτταρα μας, να τρώμε σωθηκά, βανδαλισμούς που δεν θα έκανα (Ναι και καλά) αν δεν ήμουν μέσα στην σκοτεινή μήτρα, την ασχημάτιστη την αγέννητη…

4:01

Νόμιζα ότι όλα ήταν όνειρο……………

05:01

Βρήκα ένα καθρευτάκι

Είδα την ουλή…………………………..

06:01

Τρέχω τρέχω τρέχω τρέχω τρέχω να φύγω………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

0 Comments:

Post a Comment

<< Home