Friday, March 31, 2006



Ταξίδι στο φως

Ναι λοιπόν αποφάσισα να γράψω κι’ άλλα κατάστιχα ώσπου να βρω φως μέσα από τα γραπτά μου…Μόλις δημιουργήθηκε ένα οξύμωρο σχήμα αφού τώρα απογευματίζει κι’ ο ήλιος πάει να κοιμηθεί

Δεν είναι εύκολη η ‘απόφαση’ να γράφω, αφού κάθε φορά πρέπει να ‘αλλοιώσω’ τα από μέσα, να διαστρεβλώσω την μαγεία τους και να τα οδηγήσω στον κατήφορο της γραφής

Μέσα από μουσικές διαδρομές, μέσα από συζητήσεις, μέσα από σκέψεις οδηγούμε συνεχώς στο συναίσθημα ότι είμαι από ‘αλλού’ και ότι συνεχώς όλα οδηγούν σε κείνο το ‘απ’ αλλού’ που δεν είναι άλλο από τον ονειρόκοσμο που κλείστηκα. Κάποτε μου κλείνουν το μάτι ξωτικά και μάγισσες, κάποτε ισχνοί βρυκόλακες/τύψεις έρχονται να μου θυμίσουν λάθη και ορθά όμως εγώ το βιολί μου: Τείνω να κλείνομαι στον ονειρόκοσμο που τόσο αγαπώ. Είναι κάτι σαν ο ‘λοφίσκος της απόδρασης’ που παίζει ρόλο καταλύτη στην ζωή μου. Μ’ αυτόν χάνω ολοένα πιο πολλά δρώμενα που λαμβάνουν χώρα στο ριάλιτι, κι’ αυτό όμως υποκειμενικό είναι. Όπως λέει κι’ ο φίλος Κραουνάκης πήρα κόκκινα γυαλιά κι’ όλα γύρω σινεμά τα βλέπω, τουτέστιν οι παρωπίδες που κλείνουν ερμητικά τα μάτια μας για να μην βλέπουμε την αλήθεια, άλλοτε καθολική κι’ άλλοτε ατομική να ταλανίζει το είναι μας. Αυτή την ονόμασα μολυβένια (βάρος εννοώ όχι υλικό) μοναξιά που δέρνει τον καθένα. Ο καθένας μόνος του κουβαλά το φορτίο του σ’ αυτή τη ζωή, μόνος του καλείται να δει την αλήθεια, μόνος του έρχεται, μόνος του φεύγει! Δεν είμαι δειλός, θα παραδεχτώ ότι και με χίλια άτομα γύρω μου ψάχνω αυτόν τον καταναγκασμό της μοναξιάς, (όχι ότι βιώνω τον Καβαφικό εγκλεισμό) απλά παλεύω να με δεχτώ όπως ακριβώς είμαι. Παλεύω να σκοτώσω το κύτταρο του βιαστή, το κύτταρο του λαίμαργου, το κύτταρο αυτού που κρίνει τα πάντα και ξεχνά να δει τα δικά του λάθη, το κύτταρο του μίζερου που μιζερεύει με την πρώτη αναποδιά. Σ’ αυτό το ‘ταξιδάκι’ έχω πολλούς σύμμαχουs. Άλλοτε τα λόγια των αγαπημένων μου, άλλοτε τους πεθαμένους μου, άλλοτε τις παράνοιες μου.

Κι όμως κάτι μου λείπει…Πάντα νομίζω ότι έκανα τις επαναστάσεις μου κι’ όμως κάτι ουσιαστικό λείπει..

Τι να ναι άραγε;

Το ταξίδι στο φως το σύνδεσα με την φυγή. Τόσα χρόνια ζω για να διαπράξω και τη δική μου φυγή, αυτή τη φορά έξω από τον χρόνο και το χώρο! Θέλω να πάρω μιαν ανάσα, να κάψω όλα τα ημερολόγια μου και να ξεκινήσω να ζω. Συνήθως αυτή η ‘διαταραχή’ (της φυγής εννοώ) διαρκεί μέχρι την εξώπορτα (όπως λένε έξυπνα οι διαφημίσεις πιστωτικών, το πολύ μέχρι πιο κάτω). Ζω για την μια και μοναδική φυγή μου, την αποκοπή μου σαν καρκίνωμα απ’ την κοινωνία των τρελλών. Σ’ αυτή την κοινωνία καταπίεσης, συναισθημάτων, σ’ αυτή την κοινωνία που αποβάλει από τους κόλπους της τους ρομαντικούς φιλόσοφους, σ’ αυτή την κοινωνία που με έμαθε να επιχειρηματολογώ αλλά και να πονώ με πόνο πάντα υποκειμενικό (γιατί όπως λέν κι’ οι Στωικοί έχει και χειρότερα).

Μόνο έτσι θα λευτερωθώ με το κράτημα της αναπνοής μέχρι να βγω στην επιφάνεια της δικής μου αλήθειας να πάρω ανάσα. Στο λεξικό του εγκεφάλου μου η επιφάνεια είναι ‘αλλού’ που θέλω ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ να γίνει ο ρομαντικός και ο σεαυτός ένα και το αυτό.

ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΜΕ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΖΕΙ

ΔΩΣΜΟΥ ΚΟΥΡΑΓΙΟ Ν ΑΦΗΣΩ ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΤΗΝ ΠΕΖΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Wednesday, March 29, 2006




Ξαφνικά

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι όλα μέσα μας είναι. (Δεν ήμουν δα κι’ ο πρώτος αλλά δεν έχει σημασία).

Η αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου σ’ ένα χάρτη που δεν οδηγεί πουθενά αλλού εκτός από τα βασίλεια της καρδιάς. Η αναζήτηση της Μεγάλης Θεάς που μας επικαλεί να την ξυπνήσουμε (Μέσα μας είναι και κοιμάται) όπως ακριβώς ξυπνά το πρόσωπο μέσα στο γλυπτό

Η φιλοσοφική λίθος που πάλι κρυμμένη στα άδυτα της ψυχής μας λαξεύεται…

Κι’ αυτός που μας αγαπά πραγματικά (πατερική ευχή) μας επιστρέφει ομαλά πίσω στην καρδιά μας.

Μη διστάσετε να γυρέψετε τις απαντήσεις μέσα σας! Ο ‘οίκος του Θεού’ δεν είναι άλλος απ’ το σώμα σας, το νου σας, την ψυχή σας. Εκεί μέσα σαββατίζει μακριά από κάθε κακό.

Την νύχτα αυτή κάντε μάγια δυνατά να ακούσετε την έσωθεν φωνή να σας φωνάζει:

Λυτρωθείτε ξαφνικά σκεφτείτε έξω απ’ το ‘κουτί’

Και εξαϋλωθείτε!

Sunday, March 19, 2006

Άρχισα να σκέφτομαι διαταραγμένα όπως Μαρκησίους Ντε Σάντ, Όσκαρ Ουάιλντ, Βιρτζινίες Γούλφ και άλλους που με στιγμάτιζαν καθώς σχημάτιζα το εγώ που κουβαλώ σήμερα…

Δεν ήθελα να γράφω, κι’ ήταν σαν μια παράξενη διαστροφή μες’ το κεφάλι μου που μου έλεγε συνεχώς: ‘Γράψε’, ‘Αν δεν γράψεις θα σε σκοτώσω’ κι’ έγινε καταναγκασμός έγινε κατάρα το γεγονός ότι μπορούσα να μεταφέρω τους σκοτεινούς μου κόσμους πάνω στο χαρτί. Μόλις αφόρισα μέσα μου την κάθε αρετή που μου μετέδωσαν οι πρόγονοί μου, μόλις που είπα ‘δεν με χέζεται είμαι λεύτερη’ ήρθε ‘αυτό’ και με βρήκε!

Ναι γεννήθηκε η κατάρα του ‘αυτού’ που στην ουσία ήταν κάτι που στα πρώιμα στάδια της ασθένειάς μου δεν μπόρεσα να αποδικοποιήσω. Με τα χρόνια μεγάλωνε, σήμερα απόχτησε δική του υπόσταση και ονομάζεται ‘άρνηση’.

Άρνηση να αντικρύσω την αλήθεια ότι μισώ αυτόν τον κόσμο, άρνηση να αντικρύσω την αλήθεια ότι αδυνατώ ν’ αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ, άρνηση ότι έχω ‘χρέος’ να προσφέρω στο δυναμικό εργασίας, στην πληρωμή φόρων, στο ξεπλήρωμα αυτών που μου έδωσαν αυτοί που με γαλούχιζαν τόσα χρόνια, άρνηση να γίνω κάτι έστω και προσδιοριζόμενο μέσης τάξης.

Έτσι έβαλα φωτιά σ’ αυτές τις σκέψεις που με βασάνιζαν, πήρα πτυχία, παρελθόν (ημερολόγια), πήρα φωτογραφίες, σκηνές που θύμιζαν αυτό το ‘δακρύβρεχτο’ εγώ και τα έκαψα μια νύχτα που το φεγγάρι αρνήθηκε κι’ αυτό να στολίζει την τόσο φλεγόμενη καρδιά μου…

Sunday, March 12, 2006




Μια σελίδα απ’ το ημερολόγιο μιας φίλης μου που εξαφανίστηκε

Άστε με να γράψω μαλάκες που μου στερείτε την έμπνευσή μου…

1:03

Γιατί όταν με σήκωσε ψηλά έξω μες την πανσέληνο, με κόλλησε πάνω στον τοίχο και με φίλαγε σαμπώς και είναι το τέλος του κόσμου! Φιλιά γεμάτα φθόνο με ανάμιξη πιοτού φτηνού, αλλά δεν με ένοιαζε. Τον ψώνισα από τον δρόμο, ήρθε και καλά να με ρωτήσει προς τα πού να πάει για να φτάσει κάπου, που μετά αποδείχτηκε ότι ήξερε πολύ καλά που πήγαινε.

Έπειτα ήρθαν τα ναρκωτικά…Ναι έφυγε για μια στιγμούλα και επέστρεψε δριμήτερος αλλά πιο ψυχρός, που προσπαθούσε να βρει μέσα μου έρωτα, λαγνεία πόθο! Εγώ σπαρταρούσα σαν ψάρι μες το σώμα του, μάλλον έξω από τα νερά μου, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ περίμενα μήνες αυτή τη λάμψη που θα με έσωζε από τη ρουτίνα.

Κάθησα χάμω στο κρύο και δεν με ένοιαζε, πέταξα μακριά το πορτοφόλι μου να μην το βρει, γιατί στην ουσία κάποιος μεθυσμένος βιαστής ήταν, παρόλο που ήθελα να πιστεύω πιο ρομαντικά πράγματα…

Κι όμως δεν υπάρχει βιασμός άμα υπάρχει συνένεση: Εγώ συνένεσα 100 % στις άσελγες, άσεμνες πράξεις του, γιατί γούσταρα να γαμηθώ με …Θα σας πω πιο μετά με τι πάντως συνουσία σάρκικη γιοκ, ότι κάναμε όμως άξιζε χίλιες συνουσίες ταυτόχρονα γιατί ήταν (τουλάχιστο για μένα) καινούργιο…

Του έγλυφα το λαιμό και μια ακατάσχετη αλμύρα που γέμισε τον ουρανίσκο…Αφινόμουν να μου λέει χαλάρωσε να σε ταξιδέψω και έμπαινε μέσα στα μάτια μου, μέσα στ’ αυτιά μου με τη γλώσσα του, έδειχνε να ψάχνει ένα σημείο μέσα μου, τρωτό να εισχωρήσει η ασθένειά του, άτοιχος ο … γιατί δεν υπήρχε τρωτό σημείο! Είχα είδη πριν μέρες, ή μάλλον αιώνες θα έλεγα μυηθεί στη μαγεία του σκοταδιού, και περίμενα απλά ένα απ’ τα παιδιά της να με καταρρακώσει με τις παράνοιες του.

Και ήρθε ο…

Του είπα ότι θα λυποθυμήσω, τον ήθελα, ξαφνικά με έπιασε μια μανία να τον ξεπεράσω: Εισχώρησα την άκρια της γλώσσας μου βαθυά μέσα στο δεξί του ρουθούνι, παρά τρίχα να του σπάσω το ρυνικό διάφραγμα, πόνεσε, ερεθίστηκε, του άρεσε και μετά, γύρισα και τον δάγκωσα δυνανατά στο λαιμό!

Άνοιξα την πόρτα του γκαράζ, και μπήκαμε στο σκοτάδι, στην αρχέγονη μήτρα, στο υποσυνείδητο, στο χάος της ατέλειωτης κόλασης της έλλειψης του φωτός!

Τον ρώτησα τι είναι και φοβήθηκε να μου πει τι πραγματικά είναι, τι πραγματικά είμαστε! Και ήρθε το σκοτεινό φιλί, αμοιβαίο σαν συμβόλαιο στην σχολή των βρυκολάκων: Να γυρίζει να μου δαγκώνει το λαιμό με λαιμαργία και ταυτόχρονα να του ρουφώ όποια δύναμη ή ενέργεια είχε, λίγη κοκαΐνη μέσα στον ουρανίσκο μου, και μετά η έκσταση να μας ακουμπάει και να θέλουμε να πεθάνουμε επί τόπου για να μην ξανανιώσουμε την ανάγκη να βιώσουμε παρόμοιο συναίσθημα…

Ανάβουμε νευρικά τσιγάρο

Σχεδόν πανσέληνος, τελικά όπως έμαθα γιατί ηλεκτριζόταν…Σκιρτούσε και παρέμβαλε καθώς μίλαγε κάτι ακαταλαβίστηκα, δεν θέλω να τον… δεν θέλω να τον… αχλις τα μα ρε αχλις τε μερι και…

Άρχισε να με φιλά και ανακάλυψα τους ‘’κυνόδοντες’’ τους μεγάλους, τους έγλυφα, έπαιζα μαζί τους, αυτός συνέχεια να με ενοχλεί στα επίμαχα, να με ανεβάζει και να με κατεβάζει ανάλογα με τις διαθέσεις του…

Και να συνεχίζουμε για ώρες, να συνεχίζει ιδρώτας, δάκρυα, να συνεχίζει ιδρώτας, δάκρυα και η μανία να ανακαλύψουμε τις φλέβες μας, τα κύτταρα μας, να τρώμε σωθηκά, βανδαλισμούς που δεν θα έκανα (Ναι και καλά) αν δεν ήμουν μέσα στην σκοτεινή μήτρα, την ασχημάτιστη την αγέννητη…

4:01

Νόμιζα ότι όλα ήταν όνειρο……………

05:01

Βρήκα ένα καθρευτάκι

Είδα την ουλή…………………………..

06:01

Τρέχω τρέχω τρέχω τρέχω τρέχω να φύγω………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………